ἄλσος

ἄλσος
ἄλσος
Grammatical information: n.
Meaning: `sacred grove' (Il.).
Derivatives: ἀλσίνη a plant, (Dsc.); André, Noms de plantes; cf. CEG 6.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The name of the temple-area in Olympia, Ἄλτις f., would be identical with ἄλσος, Paus. 5, 10, 1; on this basis one reconstructs *ἄλτι̯ος for ἄλσος. Fur. 249, 253 accepts the equation, but interprets it in the context of other instances of dental\/sibilant in substr. words (ἄννηθον\/ ἄνησον). S. ἄλμα.
Page in Frisk: 1,79

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄλσος — grove neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …   Dictionary of Greek

  • άλσος — το μικρό δάσος, πάρκο: Το άλσος είναι ένας πνεύμονας για την περιοχή όπου βρίσκεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιάνειον — Άλσος, τέμενος, τόπος ιερός, στην περιοχή της οχυρής Οπούντας, μητρόπολης των Λοκρών. Εκεί –κατά την παράδοση– είχαν ζήσει οι πρωτόπλαστοι Δευκαλίωνας και Πύρρα και γι’ αυτό το Α. ήταν ένα είδος Εδέμ ή επίγειου παραδείσου των αρχαίων Ελλήνων …   Dictionary of Greek

  • ἀλσέων — ἄλσος grove neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλσῶν — ἄλσος grove neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλσους — ἄλσος grove neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αλσύλλιο — το (υποκορ. τού άλσος) μικρό άλσος, δασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + υποκορ. κατάλ. ύλλιο) …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • ἄλσει — ἄλσις growth fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἄλσεϊ , ἄλσις growth fem dat sg (epic) ἄλσις growth fem dat sg (attic ionic) ἄλσος grove neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄλσεϊ , ἄλσος grove neut dat sg (epic ionic) ἄλσος grove neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”